- ασπάθητος
- ἀσπάθητος, -ον (Α) [σπαθώ (-άω)]1. (για ύφασμα) αυτός που δεν έχει χτυπηθεί πολύ με τη σπάθη* του αργαλιού, που δεν έχει πυκνή ύφανση2. (για παράταξη στρατιωτών) ο αραιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσπάθητον — ἀσπάθητος not struck close with the masc/fem acc sg ἀσπάθητος not struck close with the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπάθητα — ἀσπάθητος not struck close with the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)